- εξαγωνίζω
- εξαγωνίζω (Α) [εξάγωνον]σχηματίζω εξάγωνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαγωνίζω — εξαγώνισα, εξαγωνίστηκα, εξαγωνισμένος, μτβ., σχηματίζω εξάγωνο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑξαγωνίζει — ἑξαγωνίζω to bein sextile aspect pres ind mp 2nd sg ἑξαγωνίζω to bein sextile aspect pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαγωνισθῇ — ἑξαγωνίζω to bein sextile aspect aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαγωνίζων — ἑξαγωνίζω to bein sextile aspect pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)